手套 έννοια και προφορά

手套
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

手套 ελληνικός ορισμός

shǒu tào

  • γάντια

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shǒu): χέρι
  • (tào): σειρά