手指 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 手指 ελληνικός ορισμός shǒu zhǐ δάχτυλο HSK level HSK 5 Χαρακτήρες 手 (shǒu): χέρι 指 (zhǐ): που σημαίνει