手指 έννοια και προφορά

手指
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

手指 ελληνικός ορισμός

shǒu zhǐ

  • δάχτυλο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shǒu): χέρι
  • (zhǐ): που σημαίνει