手法 έννοια και προφορά

手法
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

手法 ελληνικός ορισμός

shǒu fǎ

  • τεχνική

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shǒu): χέρι
  • (fǎ): νόμος