打扮 έννοια και προφορά

打扮
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

打扮 ελληνικός ορισμός

dǎ ban

  • ντύσου

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dǎ): κτύπημα
  • (bàn): προσποιούμαι

Παραδείγματα ποινών με 打扮

  • 她简单打扮了一下就出门了。
    Tā jiǎndān dǎbànle yīxià jiù chūménle.