打扮
打扮 ελληνικός ορισμός
dǎ ban
- ντύσου
dǎ ban
- ντύσου
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 打扮
-
她简单打扮了一下就出门了。
Tā jiǎndān dǎbànle yīxià jiù chūménle.