打折
打折 ελληνικός ορισμός
dǎ zhé
- εκπτωση
dǎ zhé
- εκπτωση
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 打折
-
春节前,商场都在打折。
Chūnjié qián, shāngchǎng dōu zài dǎzhé.