打篮球 έννοια και προφορά

打篮球
Απλοποιημένη λέξη
打籃球
Παραδοσιακή λέξη

打篮球 ελληνικός ορισμός

dǎ lán qiú

  • παίξε μπάσκετ

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dǎ): κτύπημα
  • (lán): καλάθι
  • (qiú): μπάλα

Παραδείγματα ποινών με 打篮球

  • 姐姐喜欢打篮球。
    Jiějiě xǐhuān dǎ lánqiú.
  • 我每天下午都去打篮球。
    Wǒ měitiān xiàwǔ dōu qù dǎ lánqiú.
  • 弟弟正在打篮球。
    Dìdì zhèngzài dǎ lánqiú.
  • 我最大的爱好就是打篮球。
    Wǒ zuìdà de àihào jiùshì dǎ lánqiú.