打针 έννοια και προφορά

打针
Απλοποιημένη λέξη
打針
Παραδοσιακή λέξη

打针 ελληνικός ορισμός

dǎ zhēn

  • ενεση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dǎ): κτύπημα
  • (zhēn): βελόνα

Παραδείγματα ποινών με 打针

  • 儿子非常害怕打针。
    Érzi fēicháng hàipà dǎzhēn.
  • 护士正在给病人打针。
    Hùshì zhèngzài gěi bìngrén dǎzhēn.