执着
                
                
                
                Απλοποιημένη λέξη
                
                
            
                        執著
                    
                    
                        Παραδοσιακή λέξη
                    
                执着 ελληνικός ορισμός
        
            zhí zhuó 
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - επιμονή
zhí zhuó
- επιμονή
