执着 έννοια και προφορά

执着
Απλοποιημένη λέξη
執著
Παραδοσιακή λέξη

执着 ελληνικός ορισμός

zhí zhuó

  • επιμονή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhí): περίμενε
  • (zhe): με