扮演 έννοια και προφορά

扮演
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

扮演 ελληνικός ορισμός

bàn yǎn

  • παίζω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bàn): προσποιούμαι
  • (yǎn): παίζω