承包 έννοια και προφορά

承包
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

承包 ελληνικός ορισμός

chéng bāo

  • σύμβαση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chéng): κληρονομώ
  • (bāo): πακέτο