承诺 έννοια και προφορά

承诺
Απλοποιημένη λέξη
承諾
Παραδοσιακή λέξη

承诺 ελληνικός ορισμός

chéng nuò

  • αφοσιωμένος σε

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chéng): κληρονομώ
  • (nuò): υπόσχεση