把关 έννοια και προφορά

把关
Απλοποιημένη λέξη
把關
Παραδοσιακή λέξη

把关 ελληνικός ορισμός

bǎ guān

  • έλεγχος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bǎ): βάζω
  • (guān): σβήνω