报纸 έννοια και προφορά

报纸
Απλοποιημένη λέξη
報紙
Παραδοσιακή λέξη

报纸 ελληνικός ορισμός

bào zhǐ

  • εφημερίδα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bào): κανω αναφορα
  • (zhǐ): χαρτί

Παραδείγματα ποινών με 报纸

  • 看完报纸休息。
    Kàn wán bàozhǐ xiūxí.
  • 我每天早上都要读报纸。
    Wǒ měitiān zǎoshang dōu yào dú bàozhǐ.
  • 我在报纸上看到了这个电影的介绍。
    Wǒ zài bàozhǐ shàng kàn dàole zhège diànyǐng de jièshào.
  • 你每天都看报纸吗?
    Nǐ měitiān dū kàn bàozhǐ ma?
  • 我在报纸上看到了你们的广告。
    Wǒ zài bàozhǐ shàng kàn dàole nǐmen de guǎnggào.