抵制
                
                
                
                Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη
                
                
            抵制 ελληνικός ορισμός
        
            dǐ zhì
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - αντιστέκομαι
dǐ zhì
- αντιστέκομαι
