担任 έννοια και προφορά

担任
Απλοποιημένη λέξη
擔任
Παραδοσιακή λέξη

担任 ελληνικός ορισμός

dān rèn

  • χρησιμεύει ως

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dān): βάρος
  • (rèn): ρεν