担保 έννοια και προφορά

担保
Απλοποιημένη λέξη
擔保
Παραδοσιακή λέξη

担保 ελληνικός ορισμός

dān bǎo

  • εγγύηση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dān): βάρος
  • (bǎo): προστατεύω