担心 έννοια και προφορά

担心
Απλοποιημένη λέξη
擔心
Παραδοσιακή λέξη

担心 ελληνικός ορισμός

dān xīn

  • ανησυχία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dān): βάρος
  • (xīn): καρδιά

Παραδείγματα ποινών με 担心

  • 爷爷住院了,我很担心。
    Yéyé zhùyuànle, wǒ hěn dānxīn.