拘束 έννοια και προφορά

拘束
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

拘束 ελληνικός ορισμός

jū shù

  • συγκράτηση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jū): σύλληψη
  • (shù): δέσμη