拘留 έννοια και προφορά

拘留
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

拘留 ελληνικός ορισμός

jū liú

  • κράτηση στη φυλακή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jū): σύλληψη
  • (liú): διαμονή