拥挤 έννοια και προφορά

拥挤
Απλοποιημένη λέξη
擁擠
Παραδοσιακή λέξη

拥挤 ελληνικός ορισμός

yōng jǐ

  • γεματο κοσμο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yōng): κρατήστε
  • (jǐ): σφίξιμο