拥有
                
                
                
                Απλοποιημένη λέξη
                
                
            
                        擁有
                    
                    
                        Παραδοσιακή λέξη
                    
                拥有 ελληνικός ορισμός
        
            yōng yǒu
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - έχω
yōng yǒu
- έχω
