拼命 έννοια και προφορά

拼命
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

拼命 ελληνικός ορισμός

pīn mìng

  • απεγνωσμένα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pīn): σημαίνω
  • (mìng): ζωη