拿手 έννοια και προφορά

拿手
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

拿手 ελληνικός ορισμός

ná shǒu

  • καλός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (ná): παίρνω
  • (shǒu): χέρι