持久 έννοια και προφορά

持久
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

持久 ελληνικός ορισμός

chí jiǔ

  • διαρκής

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chí): κρατήστε
  • (jiǔ): μακρύς