挣扎 έννοια και προφορά

挣扎
Απλοποιημένη λέξη
掙紮
Παραδοσιακή λέξη

挣扎 ελληνικός ορισμός

zhēng zhá

  • πάλη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhēng): κερδίζω
  • (zhā): γραβάτα