捣乱
Απλοποιημένη λέξη
搗亂
Παραδοσιακή λέξη
捣乱 ελληνικός ορισμός
dǎo luàn
- κάνω ζημιές, φασαρίες κ.τ.λ
dǎo luàn
- κάνω ζημιές, φασαρίες κ.τ.λ