接触 έννοια και προφορά

接触
Απλοποιημένη λέξη
接觸
Παραδοσιακή λέξη

接触 ελληνικός ορισμός

jiē chù

  • επικοινωνία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jiē): μαζεύω
  • (chù): αφή