收拾 έννοια και προφορά

收拾
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

收拾 ελληνικός ορισμός

shōu shi

  • πακέτο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shōu): λαμβάνω
  • (shí): μαζεύω

Παραδείγματα ποινών με 收拾

  • 房间里很乱,我们收拾一下吧。
    Fángjiān lǐ hěn luàn, wǒmen shōushí yīxià ba.
  • 我在收拾行李呢。
    Wǒ zài shōushí xínglǐ ne.