放大
                
                
                
                Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη
                
                
            放大 ελληνικός ορισμός
        
            fàng dà
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - μεγέθυνση
fàng dà
- μεγέθυνση
