放大 έννοια και προφορά

放大
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

放大 ελληνικός ορισμός

fàng dà

  • μεγέθυνση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fàng): βάζω
  • (dà): μεγάλο