方便 έννοια και προφορά

方便
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

方便 ελληνικός ορισμός

fāng biàn

  • ευκολία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fāng): τετράγωνο
  • 便 (biàn): πρύμνη

Παραδείγματα ποινών με 方便

  • 我坐地铁去上班很方便。
    Wǒ zuò dìtiě qù shàngbān hěn fāngbiàn.
  • 互联网给人们的生活带来了很多方便。
    hùliánwǎng jǐ rénmen de shēnghuó dài láile hěnduō fāngbiàn.