无动于衷 έννοια και προφορά

无动于衷
Απλοποιημένη λέξη
無動于衷
Παραδοσιακή λέξη

无动于衷 ελληνικός ορισμός

wú dòng yú zhōng

  • αδιάφορος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wú): όχι
  • (dòng): κίνηση
  • (yú): σε
  • (zhōng): ειλικρινής