无奈 έννοια και προφορά

无奈
Απλοποιημένη λέξη
無奈
Παραδοσιακή λέξη

无奈 ελληνικός ορισμός

wú nài

  • ανήμπορος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wú): όχι
  • (nài): νάι