无耻 έννοια και προφορά

无耻
Απλοποιημένη λέξη
無恥
Παραδοσιακή λέξη

无耻 ελληνικός ορισμός

wú chǐ

  • αναίσχυντος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wú): όχι
  • (chǐ): ντροπή