景色 έννοια και προφορά

景色
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

景色 ελληνικός ορισμός

jǐng sè

  • θέα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jǐng): θέα
  • (sè): χρώμα

Παραδείγματα ποινών με 景色

  • 日落的时候,海边的景色很美。
    Rìluò de shíhòu, hǎibiān de jǐngsè hěn měi.