有利 έννοια και προφορά

有利
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

有利 ελληνικός ορισμός

yǒu lì

  • ευνοϊκός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yǒu): εχω
  • (lì): κέρδος