权力
                
                
                
                Απλοποιημένη λέξη
                
                
            
                        權力
                    
                    
                        Παραδοσιακή λέξη
                    
                权力 ελληνικός ορισμός
        
            quán lì
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - αυτή η δύναμη
quán lì
- αυτή η δύναμη
