束缚 έννοια και προφορά

束缚
Απλοποιημένη λέξη
束縛
Παραδοσιακή λέξη

束缚 ελληνικός ορισμός

shù fù

  • δουλεία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shù): δέσμη
  • (fù): δένω