杠杆 έννοια και προφορά

杠杆
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

杠杆 ελληνικός ορισμός

gàng gǎn

  • μοχλός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gāng): μπαρ
  • (gān): ράβδος