柴油 έννοια και προφορά

柴油
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

柴油 ελληνικός ορισμός

chái yóu

  • ντίζελ

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chái): καυσόξυλα
  • (yóu): λάδι