比例 έννοια και προφορά

比例
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

比例 ελληνικός ορισμός

bǐ lì

  • ποσοστό

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bǐ): αναλογία
  • (lì): παράδειγμα