毕业
畢業
毕业 ελληνικός ορισμός
bì yè
- αποφοίτηση
bì yè
- αποφοίτηση
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 毕业
-
我今年上大三,明年毕业。
Wǒ jīnnián shàng dà sān, míngnián bìyè.