水平 έννοια και προφορά

水平
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

水平 ελληνικός ορισμός

shuǐ píng

  • επίπεδο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shuǐ): νερό
  • (píng): επίπεδο

Παραδείγματα ποινών με 水平

  • 他的汉语水平很高。
    Tā de hànyǔ shuǐpíng hěn gāo.
  • 他的汉语已经有一定水平了。
    Tā de hànyǔ yǐjīng yǒuyīdìng shuǐpíngle.
  • 人们的生活水平有了很大的提高。
    Rénmen de shēnghuó shuǐpíng yǒule hěn dà de tí gāo.
  • 经过多年的积累,他的语言水平有了很大提高。
    Jīngguò duōnián de jīlěi, tā de yǔyán shuǐpíng yǒule hěn dà tígāo.
  • 通过一段时间的学习,我的汉语水平提高了
    Tōngguò yīduàn shíjiān de xuéxí, wǒ de hànyǔ shuǐpíng tígāo le