水泥 έννοια και προφορά

水泥
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

水泥 ελληνικός ορισμός

shuǐ ní

  • τσιμέντο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shuǐ): νερό
  • (ní): λάσπη