水泥 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 水泥 ελληνικός ορισμός shuǐ ní τσιμέντο HSK level HSK 6 Χαρακτήρες 水 (shuǐ): νερό 泥 (ní): λάσπη