油漆 έννοια και προφορά

油漆
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

油漆 ελληνικός ορισμός

yóu qī

  • χρώμα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yóu): λάδι
  • (qī): χρώμα