沿海 έννοια και προφορά

沿海
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

沿海 ελληνικός ορισμός

yán hǎi

  • παραλιακός

HSK level


Χαρακτήρες

  • 沿 (yán): κατά μήκος
  • (hǎi): θάλασσα