洗澡 έννοια και προφορά

洗澡
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

洗澡 ελληνικός ορισμός

xǐ zǎo

  • κάνε ένα μπάνιο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xǐ): πλύση
  • (zǎo): λούτρο

Παραδείγματα ποινών με 洗澡

  • 太热了,我先去洗澡。
    Tài rèle, wǒ xiān qù xǐzǎo.