流利 έννοια και προφορά

流利
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

流利 ελληνικός ορισμός

liú lì

  • ευφραδής

HSK level


Χαρακτήρες

  • (liú): ροή
  • (lì): κέρδος

Παραδείγματα ποινών με 流利

  • 你的汉语说得很流利。
    Nǐ de hànyǔ shuō dé hěn liúlì.