流氓 έννοια και προφορά

流氓
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

流氓 ελληνικός ορισμός

liú máng

  • κατεργάρης

HSK level


Χαρακτήρες

  • (liú): ροή
  • (máng): κατεργάρης