流泪
流淚
流泪 ελληνικός ορισμός
liú lèi
- δάκρυα
liú lèi
- δάκρυα
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 流泪
-
我感动得几乎要流泪了。
Wǒ gǎndòng dé jīhū yào liúlèile.