流浪 έννοια και προφορά

流浪
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

流浪 ελληνικός ορισμός

liú làng

  • περιπλάνηση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (liú): ροή
  • (làng): κύμα